- κλαζομένιος
- -α, -ο (Α κλαζομένιος, -ία, -ον)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχαία πόλη τής Μικράς Ασίας Κλαζομενές ή αυτός που προέρχεται από αυτήν (α. «κλαζομένια αγγεία» — είδος αρχαίων αγγείων τής περίφημης αγγειοπλαστικής τέχνης τών Κλαζομενώνβ. «κλαζομένιες σαρκοφάγοι» — πήλινες νεκρικές λάρνακες που βρέθηκαν στις Κλαζομενές)2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) Κλαζομένιος, -ααυτός που κατάγεται από την αρχαία πόλη Κλαζομενές3. παροιμ. φρ. «ἔξεστι Κλαζομενίοις ἀσχημονεῑν» — είναι φυσικό σ' αυτούς που έχουν άσχημο χαρακτήρα να φέρονται άσχημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τοπωνύμιο Κλαζομεναί].
Dictionary of Greek. 2013.